ἀμπελόκαρπον

ἀμπελόκαρπον
ἀμπελό-καρπον, τό,
A = ἀπαρίνη, Dsc.3.90.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμπελόκαρπον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπελόκαρπον — το Βοτ. ονομασία που έδινε ο Διοσκορίδης σε κάποιο φυτό, πιθανώς στην κολλητσίδα (Galium aparine τού γένους Γάλιο). Το φυτό αυτό ονομαζόταν επίσης από τους αρχαίους απαρίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”